- αλληλούια
- I
Εβραϊκή λέξη που σημαίνει «αινείτε τον Κύριον». Ήταν λειτουργικό επιφώνημα αγαλλίασης, το οποίο έψελνε ο χορός των Λευιτών και ανήκε στην ομάδα ψαλμών του Χαλέλ (ψαλμοί ριβ’-ριζ’ της ιουδαϊκής λειτουργίας) τους οποίους έψελναν στις γιορτές του Πάσχα, της Πεντηκοστής, Σκηνοπηγίας κλπ. Η λέξη απαντάται συχνά στην Παλαιά Διαθήκη, ενώ στην Καινή Διαθήκη υπάρχει μόνο στην Αποκάλυψη. Στην καθολική εκκλησία θεωρείται χαρμόσυνος επωδός και λέγεται κατά την πασχαλινή περίοδο και ιδιαίτερα την Κυριακή του Πάσχα, ενώ στην ορθόδοξη λέγεται όλη τη διάρκεια του χρόνου (ακόμα και σε νεκρώσιμες ακολουθίες) με μεγαλύτερη χρήση την περίοδο της Μ. Σαρακοστής.(Μουσ.). Στη λειτουργία της Δυτικής Εκκλησίας το α. ψέλνεται ως επωδός σε ορισμένα ιδιόμελα, τα λεγόμενα αλληλουιακά. Εκτελούνται διαδοχικά από τον πρωτοψάλτη και τον χορό, μαζί με ποιήματα φωνητικά και παραλλαγές. Σε πολλές κλασικές εκκλησιαστικές συνθέσεις υπάρχουν μέρη α., με πιο γνωστό το α. από τον Μεσσία του Χέντελ.IIΘάμνος πολυετής της οικογένειας των γλοβουλαριδών. Η α. είναι φυτό χαμηλό με φύλλα προμήκη ή αντωοειδή, ακέραια και μονόνευρα. Τα άνθη του είναι χρώματος μπλε, διατεταγμένα σε επάκρια κεφάλια και ο καρπός του κάρυο. Είναι αυτοφυής και συναντάται σε ξηρούς, άγονους, πετρώδεις και λοφώδεις τόπους σε ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα. Χρησιμοποιείται ως καθαρτικό, ιδιαίτερα τα σπέρματά του. Ο θάμνος α. λέγεται επιστημονικά σφαφιάνθιο το άλυπο.* * *(Α ἀλληλούια)επιφώνημα από αρχική εβραϊκή φράση, που σημαίνει «αἰνεῖτε τὸν Κύριον» — συνήθως χρησιμοποιείται ως επωδός εκκλησιαστικών ύμνων και ευχώννεοελλ.(ιδιωματική φράση) «κοντός ψαλμός αλληλούια», σύντομα, δίχως περιφράσειςλέγεται για συζήτηση ή υπόθεση που πρέπει γρήγορα να τελειώνει.[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. hallelujah «αινείτε τον Jah (τον Ιεχωβά, τον Κύριον)».ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλουίζω.
Dictionary of Greek. 2013.